- επιφράζω
- ἐπιφράζω (AM)μσν.φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» — οργίζομαιαρχ.1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.)2. μέσ. ἐπιφράζομαι(με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.)3. μέσ. (με αιτ.) μηχανεύομαι, επινοώ («ὑμῑν δ’ ἐπεφράσσετ’ ὄλεθρον», Ομ. Οδ.)4. απόλ. σκέπτομαι, συμπεραίνω («τὰ μὲν νῡν ὀρύγματα ἀνὴρ χαλκεὺς ἀνεῡρε ἐπιχάλκῳ ἁσπίδι, ᾧδε ἐπιφρασθείς», Ηρόδ.)5. μέσ. προσέχω, αντιλαμβάνομαι, παρατηρώ («Ἀλκίνοος δέ μιν οἷος ἐπεφράσατ’ ἠδ’ ἐνόησεν», Ομ. Οδ.)6. αναγνωρίζω («ἵνα μιν ἐπιφρασσαίατ’ Ἀχαιοί», Ομ. Οδ.)7. μαθαίνω κάτι («ὡς... ἐπιφρασσαίατο βουλήν», Ομ. Ιλ.)8. εννοώ («ὅκως δὲ οὗτοι Μήδων ἄποικοι γεγόνασι, ἐγὼ μὲν οὐκ ἔχω ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φράζω «σκἐπτομαι, κρίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.